πυρακτωμένος

πυρακτωμένος
glowing

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μύδρος — ο (Α μύδρος) 1. πυρακτωμένος όγκος σιδήρου 2. τεμάχιο στερεοποιημένης λάβας το οποίο εκτινάσσεται κατά τις εκρήξεις τών ηφαιστείων νεοελλ. 1. στρ. μεταλλική συμπαγής σφαίρα η οποία χρησιμοποιούνταν ως βλήμα τών παλαιών εμπροσθογεμών πυροβόλων 2.… …   Dictionary of Greek

  • έγκαυστος — ἔγκαυστος, ον (AM ἔγκαυστος, Μ και ἔγκαστος) μσν. ως ουσ. πυρακτωμένος δαυλός αρχ. 1. αυτός που έχει ζωγραφιστεί με έγκαυση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκαυστον α) εικόνα φτιαγμένη με έγκαυση β) κόκκινο μελάνι με το οποίο οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες… …   Dictionary of Greek

  • έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… …   Dictionary of Greek

  • ανάφλογος — η, ο ο από παντού φλεγόμενος, πυρακτωμένος …   Dictionary of Greek

  • βραστός — ή, ό (Μ βραστός, ή, όν) [βράζω] 1. αυτός που έχει βράσει μέσα σε νερό, βρασμένος 2. (για μέταλλο) πυρακτωμένος, λειωμένος νεοελλ. Ι. 1. πολύ θερμός, ζεματιστός 2. (για οίνο) εκείνος που έχει υποστεί ζύμωση II. το ουδ. ως ουσ. βραστό, το 1. κρέας… …   Dictionary of Greek

  • διάπυρος — η, ο (Α διάπυρος, ον) 1. πυρακτωμένος σε ολόκληρη τη μάζα του 2. διακαής, ένθερμος, φλογερός …   Dictionary of Greek

  • διακαής — ές (AM διακαής, ές) Ι. 1. διάπυρος, πυρακτωμένος, υπερβολικά θερμός νεοελλ. (για συναισθήματα) θερμός, φλογερός, έντονος II. επίρρ. διακαώς (AM διακαῶς) νεοελλ. έντονα, φλογερά αρχ. μσν. με υπερβολική θερμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + θ. τού εκάην… …   Dictionary of Greek

  • καυτός — (I) και καυστός, ή, ό (ΑΜ καυτός και καυστός, ή, όν) [καίω] αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.) νεοελλ. ζωτικός, βασικός («καυτά… …   Dictionary of Greek

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • πυράμη — η, ΝΑ, και πυράμμη Α νεοελλ. σκάφη τών σιδηρουργών μέσα στην οποία σβήνεται σε νερό ο πυρακτωμένος σίδηρος αρχ. σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄμη «σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι»] …   Dictionary of Greek

  • πυραιθής — ές, Α πυρακτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + αιθής (< αἴθω» ανάβω, καίω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”